- χέζω
- ΝΜΑ1. αποβάλλω τα περιττώματα από τον πρωκτό, αποπατώ2. ενεργούμαι και λερώνω κάτι3. μέσ. χέζομαια) τά κάνω πάνω μου, λερώνομαιβ) μτφ. κυριεύομαι από μεγάλο φόβο (α. «χέστηκα μόλις τόν είδα να παίρνει το πιστόλι» β. «χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο», Αριστοφ.)νεοελλ.1. μτφ. βρίζω χυδαία ή περιφρονώ ή και αγνοώ κάποιον εντελώς2. μέσ. αισθάνομαι επιτακτική ανάγκη να αφοδεύσω3. (το α' πρόσ. εν. παθ. αορ.) χέστηκααδιαφορώ τελείως4. φρ. «χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι» — δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται λόγοςαρχ.παθ. (για περιττώματα) αποβάλλομαι από την έδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ. του καθημερινού λεξιλογίου, η οποία έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghed- «εκβάλλω από τον πρωκτό τα περιττώματα, τρύπα» με ρηματ. επίθημα -jω (χέζω < *χεδ-jω) και συνδέεται με αλβ. dhjes, αρχ. ινδ. hadati, που έχει την ίδια σημ. με τον ελλ. τ., καθώς και με αρμ. jet «ουρά», αβεστ. zaδdah- «οπίσθια, πρωκτός». Τέλος, δεν θεωρείται πιθανή η ένταξη, στην οικογένεια αυτή, τών δύο φρυγικών τ. ζέτναφρύγιος ἡλέξιςσημαίνει δὲ τὴν πύλην (παρά τη διόρθωση τού ερμηνεύματος σε «πυγή») και ζευμαντὴν πηγήν, ο οποίος πρέπει μάλλον να συνδεθεί με το ρ. χέω*].
Dictionary of Greek. 2013.